δοκιμαστήρας

δοκιμαστήρας
ο
όργανο που χρησιμοποιείται για να δοκιμάζεται η αντοχή των μετάλλων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δοκιμαστήρας — ο (Α δοκιμαστήρ) [δοκιμάζω] νεοελλ. 1. όργανο με το οποίο δοκιμάζεται η αντοχή τών μετάλλων 2. όργανο με το οποίο γίνεται δοκιμασία, εξέταση υλικών, τροφίμων κ.λπ. αρχ. ο δοκιμαστής …   Dictionary of Greek

  • δοκιμαστῆρας — δοκιμαστήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”